Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010
Η αγάπη άργησε μια μέρα
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η συγγραφέας καταπιάνεται με ένα από τα πλέον αγαπητά της θέματα: τις εμμονές των ανθρώπων στα περί του σωστού, στις μικρές κλειστές κοινωνίες.
Είναι η ιστορία της Ερατώς. Μιας έφηβης που γνωρίζει κάποιον ιταλό στη διάρκεια της κατοχής, τον οποίο ερωτεύεται, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει τι πάει να πει έρωτας. Ο ιταλός θα γίνει και ο πατέρας του παιδιού της, μιας κόρης που δε θα μάθει την αλήθεια για το ποια είναι η μάνα της, παρά στο τέλος της ιστορίας.
Όλοι οι ήρωες του βιβλίου είναι υπόδουλοι στα πάθη τους. Όλοι είναι βαθιά ανθρώπινοι χαρακτήρες, που αγνοώντας τι πάει να πει ζωή, νομίζουν πως ζούνε, ή ακόμη χειρότερα, επιλέγουν συνειδητά να επιβιώνουν μέσα στις ψευδαισθήσεις τους. Η Ζωγράφου δε χαρίζεται καθόλου στους ήρωές της. Επιφυλάσσει σε όλους, ακόμη και στους πλέον αγαπητούς, μια σκληρή μοίρα. Βάζει όλη την οργή της μέσα στην Ερατώ και την οδηγεί στο να κατακεραυνώσει την κοινωνία. Την χτυπάει αλύπητα και τη λυτρώνει κάθε στιγμή, τη λυπάται και τη δικαιώνει. Η Ερατώ λειτουργεί κάπως σα μια συλλογική συνείδηση: λέει όσα σκέφτονται αλλά δε λένε οι άλλοι, είναι το μαύρο πρόβατο και ταυτόχρονα ο φάρος της ελπίδας, τρυφερή ως τα άκρα και κυνική ως ακόμη πιο πέρα, αφού δε θα διστάσει να φτύσει κατάμουτρα την ίδια της την κόρη. Μέσα από τον πόνο γίνεται μια ασυμβίβαστη που δε θα μπορέσει ποτέ να αντικρύσει τη χαρά.
Η ιστορία της Ερατώς είναι η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών μέσα από μυθιστορηματική φόρμα. Είναι η ιστορία της δουλείας που πολλές γυναίκες, ακόμη και σήμερα θεωρούν καθήκον. Είναι η ιστορία της ανόδου και της πτώσης πολλών δήθεν κοινωνικών ψευδαισθήσεων.
Οι αφορισμοί δίνουν και παίρνουν σ’ αυτό το βιβλίο: “Η τιμή; Λειτουργεί σαν φονικό όπλο για το θύμα και σαν ελαφρυντικό για το φονιά…”, “…Δεν είχε ποτέ ηλικία, όπως όλοι που δεν αγαπήθηκαν…”, “…Οι τίτλοι δικά μας κατασκευάσματα είναι, εμείς τα αποδίδουμε σε κάποιους είτε από δουλοπρέπεια ή κι από άγνοια…”, “… Η γυναίκα είναι ένα φυσικό αγαθό όπως κι η γη και το ποτάμι…”, “…Ο καθένας μας είναι αθώος ώσπου να γνωρίσει τη χυδαιότητα, τη βαναυσότητα των απάνθρωπων, ώσπου να βουτήξει ως το λαιμό στη λάσπη που εκκρίνει ο άλλος”, “Τι θα πει ελευθερία; Μα η αθωότητα να μη γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο ως τότε είσαι λεύτερος”, “…Ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ο άνθρωπος”, “…Πρέπει να ’χεις μέσα σου την ελευθερία για να την αναγνωρίσεις όταν τη συναντήσεις”, “…Πεθαίνω από τη χαρά μου πως ο τύραννος πέθανε”.
Όταν η κουβέντα φτάνει στο πρόσωπο της μάνας, τότε οι λέξεις γίνονται ποίηση: “Η μάνα μας ήταν γλυκοφιλούσα ζωοδότρα, ζέσταινε τις βαρυχειμωνιές και ξαναστέριωνε την ομορφιά του κόσμου. Όχι δεν ήταν Θεός, είναι αδιάφορος αυτός, η μάνα μας αγαπούσε, Θεέ πόσο αγαπούσε… αν μου σκίσεις με μια μαχαιριά το δέρμα δεν θα τρέξει αίμα μα η αγάπη της, τέτοια αγάπη βύζαξα…”, “Και το πιστεύω όταν την αποκαλώ αντιαγία γιατί οι άγιοι κι ο Θεός έχουν απάνθρωπες απαιτήσεις από τους θνητούς, ενώ η μάνα μας, τόσο ενάρετη η ίδια, ήξερε πόσο αντιανθρώπινο είναι το να είσαι αλάθητος”, “Οχτώ φορές πλάστηκε μέσα της ο κόσμος κι έσκισε τα τοιχώματα ανυπόμονα να βγει στο φως πασπατεύοντας για αγάπη”.
Η Λιλή Ζωγράφου μ’ αυτό το μεγαλοπρεπές λιτό κείμενο καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σε σκέψεις, να τον κάνει να δει τη ζωή με άλλο μάτι, να ανοίξει την καρδιά του σε ανυποψίαστες αλήθειες. Πρόκειται για ένα από τα πιο όμορφα μικρά διαμάντια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Είναι η ιστορία της Ερατώς. Μιας έφηβης που γνωρίζει κάποιον ιταλό στη διάρκεια της κατοχής, τον οποίο ερωτεύεται, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει τι πάει να πει έρωτας. Ο ιταλός θα γίνει και ο πατέρας του παιδιού της, μιας κόρης που δε θα μάθει την αλήθεια για το ποια είναι η μάνα της, παρά στο τέλος της ιστορίας.
Όλοι οι ήρωες του βιβλίου είναι υπόδουλοι στα πάθη τους. Όλοι είναι βαθιά ανθρώπινοι χαρακτήρες, που αγνοώντας τι πάει να πει ζωή, νομίζουν πως ζούνε, ή ακόμη χειρότερα, επιλέγουν συνειδητά να επιβιώνουν μέσα στις ψευδαισθήσεις τους. Η Ζωγράφου δε χαρίζεται καθόλου στους ήρωές της. Επιφυλάσσει σε όλους, ακόμη και στους πλέον αγαπητούς, μια σκληρή μοίρα. Βάζει όλη την οργή της μέσα στην Ερατώ και την οδηγεί στο να κατακεραυνώσει την κοινωνία. Την χτυπάει αλύπητα και τη λυτρώνει κάθε στιγμή, τη λυπάται και τη δικαιώνει. Η Ερατώ λειτουργεί κάπως σα μια συλλογική συνείδηση: λέει όσα σκέφτονται αλλά δε λένε οι άλλοι, είναι το μαύρο πρόβατο και ταυτόχρονα ο φάρος της ελπίδας, τρυφερή ως τα άκρα και κυνική ως ακόμη πιο πέρα, αφού δε θα διστάσει να φτύσει κατάμουτρα την ίδια της την κόρη. Μέσα από τον πόνο γίνεται μια ασυμβίβαστη που δε θα μπορέσει ποτέ να αντικρύσει τη χαρά.
Η ιστορία της Ερατώς είναι η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών μέσα από μυθιστορηματική φόρμα. Είναι η ιστορία της δουλείας που πολλές γυναίκες, ακόμη και σήμερα θεωρούν καθήκον. Είναι η ιστορία της ανόδου και της πτώσης πολλών δήθεν κοινωνικών ψευδαισθήσεων.
Οι αφορισμοί δίνουν και παίρνουν σ’ αυτό το βιβλίο: “Η τιμή; Λειτουργεί σαν φονικό όπλο για το θύμα και σαν ελαφρυντικό για το φονιά…”, “…Δεν είχε ποτέ ηλικία, όπως όλοι που δεν αγαπήθηκαν…”, “…Οι τίτλοι δικά μας κατασκευάσματα είναι, εμείς τα αποδίδουμε σε κάποιους είτε από δουλοπρέπεια ή κι από άγνοια…”, “… Η γυναίκα είναι ένα φυσικό αγαθό όπως κι η γη και το ποτάμι…”, “…Ο καθένας μας είναι αθώος ώσπου να γνωρίσει τη χυδαιότητα, τη βαναυσότητα των απάνθρωπων, ώσπου να βουτήξει ως το λαιμό στη λάσπη που εκκρίνει ο άλλος”, “Τι θα πει ελευθερία; Μα η αθωότητα να μη γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο ως τότε είσαι λεύτερος”, “…Ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ο άνθρωπος”, “…Πρέπει να ’χεις μέσα σου την ελευθερία για να την αναγνωρίσεις όταν τη συναντήσεις”, “…Πεθαίνω από τη χαρά μου πως ο τύραννος πέθανε”.
Όταν η κουβέντα φτάνει στο πρόσωπο της μάνας, τότε οι λέξεις γίνονται ποίηση: “Η μάνα μας ήταν γλυκοφιλούσα ζωοδότρα, ζέσταινε τις βαρυχειμωνιές και ξαναστέριωνε την ομορφιά του κόσμου. Όχι δεν ήταν Θεός, είναι αδιάφορος αυτός, η μάνα μας αγαπούσε, Θεέ πόσο αγαπούσε… αν μου σκίσεις με μια μαχαιριά το δέρμα δεν θα τρέξει αίμα μα η αγάπη της, τέτοια αγάπη βύζαξα…”, “Και το πιστεύω όταν την αποκαλώ αντιαγία γιατί οι άγιοι κι ο Θεός έχουν απάνθρωπες απαιτήσεις από τους θνητούς, ενώ η μάνα μας, τόσο ενάρετη η ίδια, ήξερε πόσο αντιανθρώπινο είναι το να είσαι αλάθητος”, “Οχτώ φορές πλάστηκε μέσα της ο κόσμος κι έσκισε τα τοιχώματα ανυπόμονα να βγει στο φως πασπατεύοντας για αγάπη”.
Η Λιλή Ζωγράφου μ’ αυτό το μεγαλοπρεπές λιτό κείμενο καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σε σκέψεις, να τον κάνει να δει τη ζωή με άλλο μάτι, να ανοίξει την καρδιά του σε ανυποψίαστες αλήθειες. Πρόκειται για ένα από τα πιο όμορφα μικρά διαμάντια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
http://zwgrafou.bravehost.com
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ