Social Icons

.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Ένας λογοτεχνικός θησαυρός επιτέλους στο φως



Ένα σπάνιο χειρόγραφο, από εκείνα που κοσμούν τη Νεοελληνική Γραμματεία, διατηρούσε στο αρχοντικό της στην Κέρκυρα η δισέγγονη του Επτανήσιου ποιητή Γεράσιμου Μαρκορά. Μια επιστολή που βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, ύστερα από 122 χρόνια! Είναι του Κωστή
Παλαμά, γράφτηκε στις 30 Αυγούστου του 1890 και απευθύνεται στον Γεράσιμο Μαρκορά. Μαζί με την επιστολή η κ. Σταθούλα Μαρκορά φύλαγε και κάρτες από την επικοινωνία μεταξύ των δύο σπουδαίων Ελλήνων ποιητών.
Σεβασμός προς τον πρεσβύτερο ποιητή
Ο Παλαμάς, τότε, ήταν τριάντα ενός ετών και ο Μαρκοράς εξήντα τεσσάρων. Ο σεβασμός του πρώτου προς τον δεύτερο είναι εμφανής στο σύνολο της επιστολής: «Μεγάλο μας ποιητή και διδάσκαλο» τον αναφέρει ο Παλαμάς. Το οικογενειακό κειμήλιο της οικογένειας Μαρκορά φωτογράφισαν ο καθηγητής Αιμίλιος Πέτρου και η σύζυγός του ποιήτρια Ελίζα Αλεξανδρίδου, οι οποίοι και μας το παρέδωσαν. Το χειρόγραφο έχει αξία μεγάλη, όχι μόνο συλλεκτική, αλλά κυρίως λογοτεχνική. Είναι δύσκολο στην ανάγνωσή του, μια και ο Παλαμάς δεν φημίζεται για την καλλιγραφική του πένα. Στην πρώτη σελίδα κατά κάποιον τρόπο «δικαιολογείται» που καθυστέρησε να γράψει στον Μαρκορά τη γνώμη του για τα ποιητικά του έργα, τα οποία ο Επτανήσιος ποιητής από καιρό του είχε αποστείλει: «Σεβαστέ μου! Αν τώρα μόλις σας γράφω από τον καιρόν που μου εκάματε την τιμήν να μου στείλετε τα ποιητικά σας έργα, δεν προέρχεται από αμέλειαν ασυγχώρητον η βραδύτη μου. Αλλά ήθελα πρώτον να τα διαβάσω τα έργα σας με όλην μου την ησυχίαν, να τα αισθανθώ κ΄ εγώ, να τα καταλάβω, να τα χωνεύσω, να παρατείνω όσον το δυνατόν την απόλαυσή των…».


«Βρύσι αρμονίας»
Στη δεύτερη σελίδα του γνωστοποιεί «…την ευτυχίαν την οποίαν μου επροξενήσατε, την ευτυχίαν της αναγνώσεως ελληνικού στίχου αξίαν του ονόματος, πούχει από εκείνους τους οποίους σπανιότατα βλέπουμε ανακύπτοντας από αυτήν την ακατάστατον εποχήν εις την οποίαν ζούμεν και εις την οποίαν τόσον μεγάλη είναι η φιλολογική πτωχεία και τόσον σπάνια τα κελαδήματα της ποιήσεως. Πιστεύω να σας απέστειλεν η διεύθυνσις της “Εστίας” τα φύλλα τα οποία περιέχουν τας εκ της αναγνώσεως εντυπώσεις μου. Δεν έχουν καμίαν αξίαν κριτικής…».
Στη συνέχεια τονίζει με έμφαση: «…πολύ φοβούμαι όμως ότι μάταια είναι όσα και αν θέλει κανείς να γράψει διά τους στίχους σας, και ότι ο μόνος των χαρακτηρισμός περιλαμβάνεται εις δυο μόνον λέξεις απεσπασμένας και αυτάς από τας σελίδας σας: βρύσι αρμονίας! Οπωσδήποτε είμαι ευχαριστημένος διότι πάνω κάτω διερμήνευσα τας σκέψεις των ολίγων θαυμαστών σας τους οποίους έχετε και εδώ εις την πρωτεύουσαν από ημάς τους νεωτέρους, όπως έπραξα τούτο, ίσως καλλίτερά μου ο φίλος μου Μητσάκης ή και ο φίλος Βελλιανίτης…».


Το απρόσιτο και το χυδαίο
Στην τέταρτη σελίδα της επιστολής ο Παλαμάς διαπιστώνει με παράπονο την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία όσον αφορά στους ποιητές, με τα εξής λόγια: «…εδώ πλην εκλεκτοτάτων εξαιρέσεων το πολύ κοινόν δεικνύεται αδιάφορον προς τους ποιητάς, περισσότερον δε αδιάφορον προς τους αληθινούς ποιητάς και αν δεν είναι αδιάφορον είναι διεφθαρμένη η καλαισθησία του από μετρίους αλλ’ ευπροσίτους εις τον απλόν κόσμον στιχοπλόκους. Διότι όσον και αν ψιττακίζουν περί της επιδράσεως ενός ποιητού, το βέβαιον είναι ότι όσον παρέρχονται οι χρόνοι, τόσον απομακρυνόμεθα από την αρχαιότητα, κατά την οποίαν το τραγούδι του ποιητού ήτο ηχώ των κοινών αισθημάτων και δι’ όλους αντήχει. Τώρα η ποίησις είναι κάτι το αριστοκρατικόν, προσιτόν εις ολιγοτέρους και εκλεκτοτέρους πνευματικώς. Όπως θέλετε μεταχειρίζεσθε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος. Ο τρόπος με τον οποίον ως αγνός ποιητής θα τα πραγματευθείτε θα κάμει τα ποιήματά σας απρόσιτα εις τους πολλούς ενώ αντιθέτως ένα χυδαίος στιχουργός ενθουσιάζει πλήθος ολόκληρον…».


Κατά των αντιδημοτικιστών
Αυτό που σημειώνει παρακάτω ο Παλαμάς έχει ιδιαίτερη λογοτεχνική σημασία, καθώς αναφέρεται στη δημοτική γλώσσα και τη θέση την οποία αυτός εκφράζει: «...είδα με ευχαρίστησή μου εις την “Εστίαν” το “Δαφνοστεφάνωμα του Μαντζάρου”, σύντομον, περιεκτικόν, άξιον του εθνικού μας μελοποιού. Πόσους θα παραξενεύσουν οι περίπλοκοι στροφαί σας, πόσους των οποίων τα αυτιά είναι συνηθισμένα από τις τυμπανοκρουσίες των μονοτόνως ρεόντων μέτρων μας από το κράτος των οποίων δεν απηλλάγημεν ακόμη ούτε ημείς... Είδα επίσης εις την “Νέαν Ημέραν” την ακριβήν βιβλιογραφίαν του κου Παπαγεωργίου περί του έργου σας. Εθαύμασα όμως την υποσημείωσιν του άλλως ευπιτηδεύτου και γλαφυρού συντάκτου της “Ημέρας” όστις με μιαν μονοκονδυλιά αποφαίνεται ότι οι ποιηταί της νεωτέρας Ελλάδος γράφουν εις την δημοτικήν διότι είναι… φυγόπονοι και δεν θέλουν να ανακαλυφθεί η αγραμματοσύνη των! Τι ανακάλυψις! Πόσα έχει να απαντήσει κανείς επί του προκειμένου! Κοντολογίς επειδή ευρίσκονται μερικοί, κάθε άλλο παρά ποιηταί, γράφοντες εις την δημοτικήν, και καταστρέφοντας την γλώσσαν, όπως θα έπρατταν εις οποιανδήποτε άλλην γλώσσαν κι αν επεχείρουν να εκφρασθώσι, δι’ αυτό θα πρέπει να ανακηρυχθεί ως γλώσσα των ρυπογόνων και αγραμμάτων, η γλώσσα του Σολωμού, του Ιουλίου Τυπάλδου, του Μαρκορά! Αχ αυτοί οι λογιότατοι..».
Ποιος ήταν ο Γ. Μαρκοράς
Ο Γ. Μαρκοράς εκείνη την εποχή διέθετε αίγλη και όνομα στα Επτάνησα, καθώς υπήρξε μαθητής του Δ. Σολωμού και ανήκε στους λεγόμενους «σολωμικούς ποιητές». Παρά τις σπουδές του στα νομικά, τον κέρδισε η ποίηση, ενώ μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επικράτηση της δημοτικής και στην αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων. Η σχέση αυτή των παραπάνω ποιητών διαφαίνεται και από την επιστολή που μας παρέδωσε η κ. Ευσταθία Μαρκορά. Η αξία της αποκτά ξεχωριστή σημασία ιδιαίτερα σήμερα, που η παιδεία διδάσκεται με φωτοτυπίες και κυρίως γιατί έχουμε χάσει την επαφή μας με καθετί το ελληνικό και το ωραίο.

http://kapistri.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ