Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
Επαγγέλματα που χάθηκαν
Τσαγκάρης
Τσαγκάρης λέγονταν αυτός που το επάγγελμα του ήταν να φτιάχνει παπούτσια.
Και ο χώρος ή το μαγαζί που εργαζόταν λεγόταν τσαγκάρικο ή τσαγκαράδικο. Στις πόλεις υπήρχαν αρκετά από αυτά τα μαγαζιά ,άλλα μικρά κι αλλά μεγάλα.
Στα μεγάλα μαγαζιά δούλευαν δυο-τρεις τσαγκάρηδες μαζί , με βοηθούς και μαθητευόμενους.
Τα παπούτσια ήταν και τότε ακριβά , αλλά η κατασκευή τους ήταν χειροποίητη αφού τότε δεν υπήρχαν ούτε κόλες ,ούτε μηχανές.
Τα βασικά εργαλεία του τσαγκάρη ήταν τα καλαπόδια σε διάφορα νούμερα, σφυριά, λίμες , τανάλιες , σακοράφες ( ειδικές βελόνες ) και σουφλιά ή σουβλιά
Τα παλιότερα χρόνια, ειδικά στην επαρχεία δεν υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν έτοιμα ενδύματα και οι γυναίκες έραβαν τα ρούχα τους σε μοδίστρες . Δύσκολο επάγγελμα που απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς , αλλά και κερδοφόρο. Με την εμφάνιση των πρώτων εμπορικών καταστημάτων ,το επάγγελμα της μοδίστρας όρχησε σιγά- σιγά να εξασθενεί, χωρίς να εξεταστεί αμέσως ,γιατί υπήρχαν γυναίκες που εξακολουθούσαν να θέλουν τα ρούχα που φορούσαν να είναι φτιαγμένα από μοδίστρα. Με το πέρασμα του χρόνου η βιοτεχνίες κατασκευής ενδυμάτων αυξήθηκαν και το επάγγελμα της μοδίστρας εξαφανιστεί.
Για να γίνει κάποια γυναίκα μοδίστρα παλιότερα δεν υπήρχαν σχολές , αλλά υπήρχαν μοδίστρες που έπαιρναν μαθήτριες για να τους διδάξουν την τέχνη της μοδιστρικής.
Κάθε μοδίστρα ανάλογα με τη δουλειά που είχε, είχε φτιάξει μικρό ή μεγάλο εργαστήριο.
Οι περισσότερες μοδίστρες είχαν φτιάξει το εργαστήριο σε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους και ο τρόπος που έραβαν τα ρούχα ,ήταν πολύ διαφορετικός από τον τρόπο που ράβονται σήμερα τα ρούχα και τα μέσα που διάθετε κάθε μοδίστρα για να εξασκήσει το επάγγελμα ήταν τελείως διαφορετικά από τα μέσα που διαθέτουν σήμερα οι βιοτεχνίας ενδυμάτων .
Ο ράφτης έραβε ρούχα των ανδρών. Παντελόνια, πουκάμισα, κουστούμια κ.α.
Ο ράφτης όπως και η μοδίστρα τα ρούχα που έραβαν ήταν κατόπιν παραγγελίας.
Ο καρεκλάς χρησιμοποιούσε ξύλα από διάφορα δέντρα , τα έκοβε στις επιθυμητές διαστάσεις που ήθελαν οι καρέκλες και με διάφορα εργαλεία της τελειοποιούσε , στα παλιά τα χρόνια το κάθισμα της καρέκλας , το έφτιαχναν από σχοινιά ή ιδικά καλάμια . οι καρεκλάδες εκτός από το να φτιάχνουν καρέκλες , έκαναν και επισκευή στις παλιές και χαλασμένες καρέκλες.
Όπως όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα πιο παλιά χρόνια , ειδικά στην επαρχία , δεν υπήρχαν σπουδαγμένοι γιατροί , αλλά άνθρωποι απλοί που ξέρανε να γιατρέψουν διάφορες αρρώστιες , με βότανα της ελληνικής υπαίθρου και έκαναν και διάφορα άλλα πρακτικά που τα ήξεραν από πάππου προς πάππου. Φτιάνανε αλοιφές , ξέρανε τις δοσολογίες των βοτάνων για την κάθε πάθηση και πολλά αλλά για διάφορες αρρώστιες . πολλοί έβγαζαν λεφτά από αυτό που έκαναν .αλλά υπήρχαν και άλλη που δεν έπαιρναν λεφτά και βοηθούσαν τον κόσμο να αντιμετωπίσει τις διαφορές αρρώστιες που υπήρχαν τότε.
Πρακτικός γιατρός , μπορούμε να πούμε , ότι ήταν και η μαμή ,που πήγαινε στα σπίτια και
βοηθούσε τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν
Ο αχθοφόρος έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το σταθμούς λεωφορείων ή τρένων και διάφορα πράγματααπό την αγορά μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο.
Αργότερα οι πιο πολλοί από αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο και εξακολούθησαν να κάνουν
αυτού του είδους τις μεταφορές , αλλά πιο ξεκούραστα.
Σήμερα παγωτά μπορεί να βρει κανείς πάρα πολύ εύκολα, όλες της εποχές του χρόνου. Τα παλιότερα χρόνια όμως, παρόλο που το παγωτό σίγουρα άρεσε σε πολλούς ήταν αρκετά δύσκολο να το βρεις.
Το καλοκαίρια στις πόλεις υπήρχαν αρκετοί που έφτιαχναν παγωτό με δικό τους τρόπο παρασκευής.
Το παγωτό το διατηρούσαν ,από ότι μου έχουν πει, παγωμένο σε ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο, χωμένο σε ένα φαρδύτερο δοχείο που ήταν γεμάτο με κομμάτια πάγου. Το σερβίριζαν σε κυπελλάκια ή σε χωνάκια.το δοχείο το μετέφεραν με τα χέρια ή με ιδικό μηχανισμό ποδηλάτου.
Αυτό το παγωτό δεν ήταν πολύ ακριβό , αλλά δεν ήταν πολλοί αυτοί που το αγόραζαν , γιατί παλιότερα ο κόσμος δεν είχε χρήματα όπως έχουμε εμείς σήμερα.
Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που στα παλιότερα χρόνια γνώρισε μεγάλη δόξα.
Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα . Ο ένας την είχε στην πλάτη του ή αργότερα που ειχε ρόδες την πέρναγε στο δρόμο, και ο άλλος τη γύριζε .Αυτά τα άτομα λεγόντουσαν λατερνατζήδες.
Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,όταν η λατέρνα ήταν στις δόξες της, πότε με συνοδεία κάποιο ντέφι . Έπαιζαν διάφορα λαϊκά τραγούδια που ήταν και τα σουξέ της κάθε εποχής .
Οι λατερνατζήδες πήγαιναν σε μαγαζιά , σε πάρκα ή στους δρόμους και πολλές φόρες μαζεύονταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα τραγούδια που παίζανε. Όταν τελείωνε το τραγούδι , περνούσε ένα άτομο που ήταν και ο βοηθός τους κρατώντας ανάποδα το καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι άνθρωποι λεφτά .
Η καλλιέργεια σιτηρών τα παλιότερα χρόνια στην ελληνική υπέρυθρο ήταν πολύ διαδεδομένη.
Οι άνθρωποι τότε που είχαν χωράφια φρόντιζαν να κρατάνε σιτάρι και για το ετήσιο ψωμί του σπιτιού τους.Όσοι δεν είχαν κτήματα αγόραζαν σιτάρι και για να έχουν στο σπίτι τους αλεύρι, 3 έως 4 φορές το χρόνο, φρόντιζαν να πηγαίνουν στους μύλους να το αλέθουν. Ο ιδιοκτήτης του μύλου, που συνήθως τον δούλευε κιόλας, λεγότανε μυλωνάς.
Αλευρόμυλοι παλιότερα υπήρχαν σε όλα τα μέρη της πατρίδας μας τα χωριά και οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, και για να δουλέψουν τους κινούσε η δύναμη του νερού.
Αυτός ήταν και ο λόγος που τους μύλους τους έκτιζαν στις κοίτες των ποταμών.
Μέσα στους μύλους και κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
Ο κύριος μηχανισμός που άλεθε τα σιτηρά (έτσι τα έλεγαν τότε)είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι πήγαινε ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση της μυλόπετρας , το σιτάρι αλεθόταν και μετατρεπόταν σε αλεύρι.
Αυτό το επάγγελμα ήταν κάτι αντίστοιχο με σημερινό κομμωτή αντρών, αλλά το μαγαζάκι του μπαρμπέρη ήτανε πολύ μικρό και τα μόνα έπιπλα που κοσμούσαν το χώρο του ήταν ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ένα καθρέφτη ένα πινέλο, ένα ξυράφι για το ξύρισμα, που πολλές φόρες περισσότερο γρατζούνιζε παρά ξύριζε, ένα λουρί για να ακονίζει το ξυράφι, ένα σαπούνι πράσινο για να κάνει αφρό, μερικές άσπρες πετσέτες , κολόνια, πούδρα, ψαλίδια . Μηχανές για το κούρεμα των μαλλιών τότε δεν υπήρχαν, όπως δεν υπήρχαν και τα καλλυντικά που υπάρχουν σήμερα για τη αναζωογόνηση και φροντίδα των μαλλιών
Στα παλιότερα χρόνια ο αργαλειός υπήρχε σε πολλά σπίτια και τα κορίτσια με τη καθοδήγηση της μητέρας τους ύφαιναν μόνα τους τα προικιά τους . Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν ήταν το μαλλί για τα χαλιά κ.α. υφαντά που τότε αποτελούσαν και τον ιαματικό εξοπλισμό του σπιτιού και αργότερα το ζωικό μετάξι . Όταν κούρευαν τα πρόβατα, το Μάη μήνα, ζεματούσαν το μαλλί και έπειτα το άπλωναν για να στεγνώσει. Η επεξεργασία του μαλλιού γινόταν στο σπίτι. με τη ρόκα ή , και το αδράχτι το μάζευαν και το έκαναν κλωστή. Έπειτα το έβαφαν στο χρώμα που ήθελαν.
Μετά ετοίμαζαν τον αργαλειό , δηλαδή περνούσαν το στημόνι και υφάδι <αρκετά δύσκολη και πολύωρη εργασία> και ξεκίναγαν την ύφανση των ρούχων που φορούσαν. Αργότερα , που βγήκαν οι μηχανοκίνητοι άργιλοι , στον αργαλειό του σπιτιού κατασκεύαζαν μόνο πολύχρωμους διαδρόμους <κουρελούδες> βελέντζες < μάλλινες κουβέρτες> ,χαλιά και μεταξωτά καρέ, τραπεζομάντιλα κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ