Τετάρτη 19 Μαΐου 2010
Τι σημαίνει "βουλευτής"; Ποια η ετυμολογία του όρου;
Βουλεύω =
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σκέφτομαι |σχεδιάζω, μηχανεύομαι |με αιτ. πράγμ. 2. αποφασίζω να κάνω κτ. 3. δίνω γνώμη, συμβουλεύω 4. είμαι μέλος βουλής, είμαι βουλευτής
Β. ΜΕΣΟ 1.σκέφτομαι, μελετώ για να αποφασίσω |απόλ. 2. συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3. αποφασίζω να κάνω κτ.
Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ. ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη |φρ. τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ