Τρίτη 26 Ιουνίου 2018
Του "ΧΑΡΙΤΟΥ ΤΟ ΑΛΩΝΙ"
Γράφει ο Βασίλης Καραγιάννης
Ανατολικά του χωριού, στην έξοδο προς τον Αι-Γιάννη καθώς και προς τον λόφο Φουρνά, υπήρχε ένα αρκετά εκτεταμένο πλάτωμα που οριοθετείτο από το ρέμα (το οποίο κατέβαζε νερό μόνο όταν έβρεχε) και από τα γύρω σπίτια των οικογενειών των Δερβενιώτη, Καραμπότση, Μαργαρίτη ,Χρόνη, Μαλισόβα, Χριστόπουλου και Γούμενου που το λέγαμε ‘’ΤΟΥ ΧΑΡΙΤΟΥ ΤΟ ΑΛΩΝΙ’’. Προφανώς το όνομα του το πήρε από τον ιδιοκτήτη του ( για εμάς ήταν άγνωστος) που του ανήκε ο χώρος, από παλαιότερη εποχή
Εκεί ήταν το κέντρο της συμμάζωξης των μεγάλων (γονιών) και των παιδιών του χωριού. Για τους μεγάλους υπήρχε ιδιαίτερος λόγος καθότι παρέδιδαν τα ζώα τους (κατσίκες ή αγελάδες) στους τσοπάνηδες το πρωί και τα παραλάμβαναν το σούρουπο.
Εκεί όμως ήταν και ο δικός μας χώρος. Ο χώρος για παιχνίδι, άθληση, προπόνηση, συζήτηση, κουτσομπολιό.
Εκεί μετά το σχολείο δινόταν τα ραντεβού μας και οι ώρες περνούσαν μέχρι πια που σκοτείνιαζε. Ρεύμα ηλεκτρικό στο χωριό δεν υπήρχε και μέσα στη νύχτα οι φωνές των μανάδων ακούγονταν να επιστρέψουμε, αλλά εμείς εκεί.
-Τώρα έρχομαι, τώρα έρχομαι. Όμως ξεχνούσε να επιστρέψει.
Η παρέα αποτελείτο από αρκετά παιδιά. Όλοι φίλοι.
Εκτός από τους κολλητούς, έρχονταν και αρκετά παιδιά από άλλες γειτονιές λες και ο χώρος αυτός είχε ορισθεί- το κέντρο- της νεολαίας.
Ίσως ήταν η εποχή που στο χωριό υπήρχαν πολλά παιδιά αφού στο σχολείο φοιτούσαν πάνω από εκατό. Θυμάμαι στην τάξη μου μόνο, ήμασταν περί τα είκοσι αγόρια και κορίτσια.
Οι φωνές μας ακούγονταν πολύ μακριά, αλλά ουδείς από τους περίοικους διαμαρτυρόταν. Το Αλώνι έσφυζε από ζωή.και θεωρείτο χώρος μόνον για αγόρια.
Υπήρχε όντως ένας «ρατσισμός» θα έλεγα, που μεταδόθηκε σε μας από τις προηγούμενες γενιές: «τα παιδιά (αγόρια) δεν κάνουν παρέα και δεν παίζουν με τα κορίτσια.»
Εκεί δεν θα έβλεπες κορίτσια να παίζουν, κρυφτό, κουτσό, κυνηγητό, μέλισσα ,μικρή Ελένη και μήλα και να βγαίνουν με το: "Ανέβηκα σ’ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά-καλά και σούμιαζε στην μούρη".
Απεναντίας τα μικρά αγόρια έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, και «έβγαιναν» με ένα δύο τρία πήγα στην κυρία μου’δωσε ένα μήλο, το’δωσα στην κόρη έκανε ένα αγόρι.
Τα μεγάλα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο, μακριά γαϊδούρα, πατίνια, βόλους, που τους λέγαμε ‘’γυάλες’’. Με τις γυάλες κέρδιζε αυτός που χτυπούσε την άλλη γυάλα σημαδεύοντάς τη ή την πλησίαζε όσο η ανοιχτή παλάμη του.
Άλλο παιχνίδι ήταν τα φυσίγγια.
Φυσίγγια ήταν παλαιοί χρησιμοποιημένοι κάλυκες από σφαίρες που βρίσκαμε στους αγρούς, κατάλοιπα, από τον πόλεμο και τον εμφύλιο.
Στήναμε τα φυσίγγια στη σειρά και όποιος τα χτυπούσε με τους βόλους τα κέρδιζε.
Το πιο απολαυστικό παιχνίδι ήταν το καροτσάκι που έμοιαζε με πατίνι αλλά ήταν με τρείς ρόδες.
Το καροτσάκι ήταν αυτοσχέδιο και το κατασκευάζαμε μόνοι μας. Απαιτείτο όμως να βρούμε ρόδες. Ο εντοπισμός τους είχε γίνει στον σιδηροδρομικό σταθμό Δομοκού που βρίσκεται κάποια χιλιόμετρα από το χωριό, που για μας ήταν περίπατος να φτάσουμε εκεί.
Ο ΟΣΕ χρησιμοποιούσε τα ράουλα αυτά να συγκρατούν τα σύρματα της τηλεφωνικής γραμμής μεταξύ των σταθμών. Όσα θεωρούσε ότι είναι ακατάλληλα τα πετούσε. Ήταν εύκολα να τα βρούμε και να τα χρησιμοποιήσουμε ως ρόδες στα καροτσάκια ή στα πατίνια. Όμως τα ράουλα περιμετρικά ήταν κοίλα και χωνόντουσαν στο χώμα του δρόμου. Έπρεπε να βρούμε λύση. Η λύση βρέθηκε.
Ήταν οι λαστιχένιοι ιμάντες από τα δυναμό των τρακτέρ. Ο ιμάντας τυλιγόταν γύρω στο ράουλο και γινόταν η τέλεια ρόδα. Όμως τα τρακτέρ του χωριού δεν ξεπερνούσαν τα πέντε και θα έπρεπε να έχουν καταστραφεί για να μας τα δώσουν. Έτυχε να’ ρθει στη γειτονιά μας ένα ξένο τρακτέρ από άλλο χωριό. Εντοπίσαμε με τον Μηνά ότι δίπλα στον οδηγό ήταν κρεμασμένος ένας ιμάντας. Μετά από σύσκεψη αποφασίσαμε να τον πάρουμε.
Η επιθυμία υπερίσχυσε της σύνεσης. Ο ένας κρατούσε τσίλιες και ο άλλος με προφυλάξεις πήγε και να τον πάρει. Όμως πάνω στην ώρα ήρθε ο οδηγός και έτσι διακόπηκε η ατασθαλία στην γέννηση της.
Όμως μετά το ξανασκεφτήκαμε και αυτό μας συνέτισε ξεχνώντας πια τις ρόδες.
Το παιχνίδι, μας έφερνε πείνα. Σταματούσαμε, τρέχαμε στο σπίτι παίρναμε ένα κομμάτι ψωμί και επιστρέφαμε.
Ποδόσφαιρο παίζαμε αλλά μπάλες δεν υπήρχαν. Οι μπάλες μας ήταν αυτοσχέδιες από πανιά η κονσερβοκούτια.
Παπούτσια ,όταν παίζαμε μπάλα, βέβαια δεν φορούσαμε για να μη τα χαλάμε. Θυμάμαι τα δάκτυλα των ποδιών μου ήταν πάντοτε ματωμένα.
Το τραύμα, με νερό από το πηγάδι και λίγη σάλτσα τομάτα πάνω του, περνούσε.
Όσον αφορά τα ρούχα που φορούσαμε, ουδείς νοιαζόταν αν ήταν λερωμένα. Τινάζαμε την σκόνη και τη λάσπη πριν επιστρέψουμε στο σπίτι και πάντα είχαμε μια δικαιολογία για τους δικούς μας.
Το χειμώνα φορούσαμε παπούτσια γαλότσες και το καλοκαίρι όποιος γονιός είχε χρήματα αγόραζε αθλητικά ΕΛΒΙΕΛΑ η ΑΛΥΣΙΔΑ που τα προσέχαμε σαν τα μάτια μας, γιατί το κόστος ήταν μεγάλο.
Σπάνια κάποια από τα παιδιά τις Κυριακές και γιορτές μόνο, φορούσαν δερμάτινα παπούτσια που τα ονομάζαμε σκαρπίνια. Στις δερμάτινες σόλες, οι γονείς κάρφωναν μεταλλικά πεταλάκια, για να μη φθείρονται.
Η αλάνα και οι δρόμοι ήταν από χώμα και όταν έβρεχε γέμιζαν με λάσπη. Ποτέ δεν φορούσαμε την καλή φορεσιά στην αλάνα. Η καλή φορεσιά ήταν για την εκκλησία που ήταν ντρίλινο κοντό παντελονάκι και πουκαμισάκι ραμμένο στην μοδίστρα. Τα φανελάκια και οι κάλτσες ήταν μάλλινα και τα έπλεκαν οι μανάδες.
Τα καλοκαίρια μετά το ηλιοβασίλεμα όταν αποκαμωμένοι από το παιχνίδι, όλα τα αγόρια μαζευόμαστε στο πίσω μέρος του σπιτιού του Μηνά που είχε ένα πλατύ παράθυρο και ορθογώνιες πέτρες που τις χρησιμοποιούσαμε για καθίσματα.
Ήταν το βραδινό μας στέκι. Εκεί γινόταν ο απολογισμός της ημέρας αλλά έβγαινε και η εφημερίδα. Καθόμαστε όλοι μέχρι αργά και ο καθένας συζητούσε και διηγείτο περιπέτειες και ιστορίες με κοπέλες. Ήταν η ηλικία που άρχισε να μας –τσιγκλάει- το ωραίο φύλο. Ο καθένας προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τους άλλους με τα κατορθώματα του και τις επιδόσεις του. Όλοι γνωρίζαμε ότι οι ιστορίες όλων περιείχαν μυθοπλαστικά στοιχεία αλλά λίγο αυτό μετρούσε. Ο κορμός του δέντρου απέναντι μας είχε καταπληγωθεί από τις καρδούλες και τα αρχικά που σκαλίζαμε.
Κατόπιν το ρίχναμε στο τραγούδι- και αλήθεια- δεν έλλειπε ο ρομαντισμός. Θυμάμαι!
Σε ωραίο περιβόλι αγαπώ ένα χελιδόνιΤα αστέρια έβγαιναν και το Αλώνι φεγγοβόλαγε . Η νύχτα προχωρούσε και εμείς να μη ξεκολλάμε από τις θέσεις μας. Οι μανάδες από μακριά πάλι καλούσαν τα παιδιά τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Τ’ αγαπώ μ’ αυτό με βρίζει την καρδούλα μου ραγίζει.
Όμως εμείς εκεί, γαντζωμένοι έξω από το παράθυρο του σπιτιού του Μηνά, στου Χαρίτου το Αλώνι, να συζητούμε και να πλάθουμε όνειρα για τη ζωή μας.
V.K.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ